- υπερεύχομαι
- Α1. προσεύχομαι για κάποιον άλλο, για χάρη άλλου2. απευθύνω θερμή προσευχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερεύχομαι — ὑπέρ εὔχομαι pray pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύχομαι — και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι) 1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι 2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό || νεοελλ. παροιμ. «φκήσου τού οχτρού σου το δεντρί, ν ανθήσει το δικό… … Dictionary of Greek
συνυπερεύχομαι — Μ προσεύχομαι για κάποιον μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑπερεύχομαι «εύχομαι, προσεύχομαι για κάποιον»] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek